τριακονταπλάσιος

τριακονταπλάσιος
-α, -ο / τριακονταπλάσιος -ία, -ον, ΝΑ
ο τριάντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -πλάσιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριακονταπλάσιον — τριακονταπλάσιος thirty fold masc/fem acc sg τριακονταπλάσιος thirty fold neut nom/voc/acc sg τριακονταπλασίων thirty fold masc/fem voc sg τριακονταπλασίων thirty fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταπλασίους — τριακονταπλάσιος thirty fold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταπλασίων — τριακονταπλάσιος thirty fold masc/fem/neut gen pl τριακονταπλασίων thirty fold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταπλάσια — τριακονταπλάσιος thirty fold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριακονταπλασίων — άσιον, Α τριακονταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταπλάσιος + επίθημα ίων (πρβλ. πενταπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • τριακονταπλός — ή, ό και, λόγιος τ., τριακονταπλούς, ούν, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τριάντα μέρη 2. τριακονταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πλός / πλοῦς (βλ. λ. πλός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”